διέφθειρεν

διέφθειρεν
διαφθείρω
destroy utterly
aor ind act 3rd sg
διαφθείρω
destroy utterly
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πριγκίπια — τὰ, Α (σε ρωμ. στρατόπεδο) ευρύς, εκτεταμένος τόπος όπου βρίσκονταν οι σκηνές τού στρατηγού, τών υπάρχων και τών χιλιάρχων και όπου συγκαλούσαν τις συνελεύσεις και τελούσαν τις δίκες («διέφθειρεν ἐν τοῑς ἀρχείοις, ἅ Πριγκίπια καλοῡσι Ῥωμαῑοι»,… …   Dictionary of Greek

  • χάλκωμα — το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α [χαλκῶ] σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. (στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”